ἱροῦ

ἱροῦ
ἱ̱ροῦ , ἱεράομαι
to be a priest
imperf ind mp 2nd sg (attic ionic)
ἱεράομαι
to be a priest
pres imperat mp 2nd sg (attic ionic)
ἱεράομαι
to be a priest
imperf ind mp 2nd sg (attic ionic)
ἱερός
filled with
masc/neut gen sg (epic ionic)
ἱ̱ροῦ , ἱερόω
consecrate
imperf ind mp 2nd sg (ionic)
ἱ̱ροῦ , ἱερόω
consecrate
pres imperat mp 2nd sg (ionic)
ἱρός
filled with
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἴρου — Ἴ̱ρου , Ἶρος an Irus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHTHIUS — Achaei fil. Hellenis pater, ex Chrysippe Iri filiâ, Stephanus de urbe Hellade Thessal. ἐκτίςθη ὑπὸ Ἕλληνος, οὐ τοῦ Δευκαλίωνος, ἀλλὰ τοῦ Φθίου καὶ Χρυσίππης τῆς Ἴρου, Condita est ab Hellene, non Deucalionis, sed Phthii et Chrysippae, Irô genitae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευρύπυλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορμένιου της Θεσσαλίας, γιος του Ευδαίμονα. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Εκστράτευσε εναντίον της Τροίας με 40 πλοία. Τον τραυμάτισε ο Πάρις, αλλά τον θεράπευσε ο Πάτροκλος. Ήταν ένας …   Dictionary of Greek

  • μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κένταυρος της Θεσσαλίας. Μέσα στη μέθη του συμπεριφέρθηκε με απρέπεια στον οίκο του Πειρίθη. Γι’ αυτό τιμωρήθηκε από τους Λάπιθες με αποκοπή της μύτης και των αφτιών του. Έτσι δόθηκε η αφορμή του πολέμου ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”